- βατιδοσκόπος
- βᾰτῐδοσκόπος, ον,A looking after skates, greedy for them, Ar.Pax 811.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βατιδοσκόπος — βατιδοσκόπος, ον (Α) αυτός που ψάχνει για βατίδες, που του αρέσουν πολύ οι βατίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατίς ( ίδος) + σκοπος < σκοπός] … Dictionary of Greek
βατιδοσκόποι — βατιδοσκόπος looking after skates masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)